παστιλλώδης

παστιλλώδης
-ῶδες, Α [πάστιλλος]
αυτός που μοιάζει με παστίλια, δηλ. με φαρμακευτικό δισκίο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”